- ὑπαρχιφυλακίτης
- ὑπαρχῐ-φῠλᾰκίτης [pron. full] [ῑτ], ου, ὁ,A deputy chief of police, BGU1222.61, al. (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαρχιφυλακίτης — ὁ, Α υπαρχηγός αστυνομικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρχιφυλακίτης «ο αρχηγός τών φυλακιτών, δηλ. τών στρατιωτικών σωμάτων τής πτολεμαϊκής Αιγύπτου»] … Dictionary of Greek